Dictionary of Greek. 2013.
τεταμένως — τείνω stretch perf part mp masc acc pl (doric) τεταμένως energetically indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεταμένος — η, ο / τεταμένος, η, ον, ΝΜΑ βλ. τείνω. επίρρ... τεταμένως Α με εξαιρετική ένταση ή ενεργητικότητα … Dictionary of Greek